- ετεροσεβώ
- ἑτεροσεβῶ, -έω (Α)σέβομαι άλλους θεούς, πρεσβεύω άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι ετερόδοξος, αιρετικός («ἀρνοῡνται τὰ θεῑα καὶ ἑτεροσεβοῡσιν», Βέττ. Βάλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -σεβώ < -σεβής < σέβας (πρβλ. ευ-σεβώ, α-σεβώ)].
Dictionary of Greek. 2013.